Το 2014 η ελληνική οικονομία βρισκόταν κοντά στην έξοδο από τα μνημόνια και οι προοπτικές έδειχναν πολύ καλές. Η περίοδος της «περήφανης διαπραγμάτευσης» ανέτρεψε ολοσχερώς την πορεία. Το κόστος αυτής της περιόδου για την ελληνική οικονομία είναι πολύ υψηλότερο όλων των εκτιμήσεων που έχουν αναφερθεί στον δημόσιο διάλογο. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η οικονομία από το 2017 επιτύχει τους προβλεπόμενους για την περίοδο μετά το 2014 ρυθμούς ανάπτυξης, το ΑΕΠ του 2016 είναι μειωμένο κατά 10 και πλέον δισ. ευρώ σε σύγκριση με αυτό που αναμενόταν. Με οποιοδήποτε λογικό προεξοφλητικό επιτόκιο η καθαρά παρούσα αξία αυτού του ποσού υπερβαίνει κατά πολύ τα 100 δισ., χωρίς να υπολογιστούν άλλες απώλειες (π.χ. στην αξία των τραπεζών).
Το τρίτο μνημόνιο που ακολούθησε το οπερετικό δημοψήφισμα βασίστηκε κυρίως σε αύξηση φόρων και, σε μικρότερο βαθμό, σε ετεροχρονισμένη περικοπή δαπανών (ασφαλιστικό). Ταυτόχρονα, περιείχε όρους που εάν είχαν υπογραφεί από προηγούμενες κυβερνήσεις, η τότε αντιπολίτευση των ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ θα ζητούσε την κεφαλή των κυβερνώντων επί πίνακι (π.χ. Υπερταμείο). Ενώ διακηρυγμένος στόχος της κυβέρνησης ήταν ολοκλήρωση των αξιολογήσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι διαπραγματεύσεις μοιάζουν ατέρμονες και συχνά φαίνεται να διεξάγονται σε εντόνως συγκρουσιακό κλίμα. Αυτά συντηρούν κλίμα αβεβαιότητας, οδηγούν σε αναβολή σημαντικών επενδυτικών και καταναλωτικών αποφάσεων, χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και διατήρηση των πολύ υψηλών ποσοστών ανεργίας.
Οι χαμηλές αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων και η υψηλή ανεργία εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού θα μπορούσαν να αποτελέσουν δέλεαρ για την προσέλκυση επενδύσεων. Ομως, σειρά υπουργικών αποφάσεων δημιούργησε ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα. Ειδικά οι ιδιωτικοποιήσεις αντιμετωπίζονται ακόμα και σήμερα σαν αναγκαίο κακό, παρά σαν αναπτυξιακό εργαλείο.
Συνέχεια στην πηγή….